ανεμοδαρμένος

ανεμοδαρμένος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανεμοδαρμένος" в других словарях:

  • ανεμοδαρμένος — η, ο ο ανεμόδαρτος …   Dictionary of Greek

  • ανεμοδαρμένος — η, ο ανεμόδαρτος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • αερόδαρτος — η, ο [αεροδέρνω] εκείνος που τον χτυπά ο άνεμος από παντού, ανεμόδαρτος, ανεμοδαρμένος …   Dictionary of Greek

  • ανεμόεις — ἀνεμόεις, εσσα, εν (δωρ. τ. αντί ἠνεμόεις) (Α) 1. προσβαλλόμενος από τον άνεμο, ανεμοδαρμένος 2. γρήγορος σαν τον άνεμο 3. ψηλός, υψιπετής («ἀνεμόεν φρόνημα») …   Dictionary of Greek

  • ανεμώδης — ἀνεμώδης, ες (AM) (για χρονικό διάστημα) εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατούν άνεμοι αρχ. 1. εκτεθειμένος στους ανέμους, ανεμοδαρμένος 2. ο προκαλούμενος από τους ανέμους 3. εκείνος που προμηνύει άνεμο …   Dictionary of Greek

  • επάνεμος — ἐπάνεμος, ον (Α) ανεμοδαρμένος, ο τόπος ή η εποχή που πνέουν πολλοί και σφοδροί άνεμοι …   Dictionary of Greek

  • επίπνους — ἐπίπνους, ουν ( οος, οον) (Α) 1. ένθεος, εμπνευσμένος, φοιβόληπτος, θεόπνευστος («ἐπίπνους ὄντας καὶ κατεχόμενους ἐκ τοῡ θεοῡ», Πλάτ.) 2. (για τόπο) ανεμοδαρμένος, καταπνεόμενος από ανέμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πνους < πνοή < πνέω] …   Dictionary of Greek

  • θυελλώδης — ες (Α θυελλώδης, ες) [θύελλα] όμοιος με θύελλα, τρικυμιώδης, ανεμόδαρτος, ανεμοδαρμένος νεοελλ. 1. μτφ. ασυγκράτητος, ακατάσχετος 2. μτφ. ταραχώδης, πολυτάραχος, περιπετειώδης («θυελλώδεις συζητήσεις»). επίρρ... θυελλωδώς με θυελλώδη τρόπο,… …   Dictionary of Greek

  • πνευματώδης — ες, ΝΜΑ [πνεύμα, ατος] αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά») 2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος μσν. φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» ζώδιο τού οποίου το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»